- χορηγῶν
- χορηγέωlead a choruspres part act masc nom sg (attic epic doric)χορηγόςchorus-leadermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
податель — ПОДАТЕЛ|Ь (23), Ѧ с. 1.Тот, кто дарует, ниспосылает чтол. (о Боге): господи. тѧ свѧтынѧ подателѧ. славимъ молѧщесѧ. Стих 1156–1163, 98 об.; вл҃дко мои г҃и вьседрьжителю бл҃гымъ подателю. ЖФП XII, 27а; ис пьрва. гръзнъ же въ приношениѥ приносимъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
χορηγικός — ή, ό / χορηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορηγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό αρχ. φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek